-
1 неудача
неудача ж η αποτυχία, η ατυχία· потерпеть \неудачау αποτυ' χαίνω* * *жη αποτυχία, η ατυχίαпотерпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
2 провал
провал м (неудача) η αποτυχία' потерпеть \провал αποτυχαίνω* * *м( несдача) η αποτυχίαпотерпе́ть прова́л — αποτυχαίνω
-
3 крах
крахм1. (банкротство) τό φαλλιμέ-ντο, ἡ χρεωκοπία, τό κράχ:потерпеть \крах а) χρεωκοπώ, φαλλίρω, б) перен παθαίνω πλήρη ἀποτυχία, χρεωκοπώ·2. перен ἡ πλήρης ἀποτυχία, τό φιάσκο. -
4 мертворождённый
επ.1. θνησιγενής•мертворождённый ребёнок θνησιγενές βρέφος.
2. μτφ. από την αρχή; καταδικασμένος σε αποτυχία•мертворождённый план σχέδιο καταδικασμένο σε αποτυχία από τη γένεση του.
-
5 неудача
-и θ.αποτυχία•потерпеть -у δοκιμάζω (υφίσταμαι) αποτυχία, αποτυχαίνω.
-
6 провал
1. (действие, падение) η καθίζηση, η πτώση, το γκρέμισμα, το πέσιμο 2. (провалившееся место, углубление образованное провалившейся почвой) η καθίζηση, ο λάκκος 3. (неудача) η αποτυχία 4. мед. το κενό, η διάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > провал
-
7 проигрыш
η ήττα, το χάσιμο, η αποτυχία-ный της ήττας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проигрыш
-
8 срыв
1. (нарушение нормального хода, режима) η βλάβη, η αστοχία 2. (аргд.) (отрыв, отделение) η αποκοπή 3. (неудача, провал) η αποτυχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > срыв
-
9 неудача
неудач||аж ἡ ἀποτυχία, ἡ ἀτυχία, ἡ ἀναποδιά:терпеть \неудачау ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ· какая \неудача! τί ἀναποδιά!. -
10 неуспех
неуспехм ἡ ἀποτυχία -
11 обрекать
обрекатьнесов καταδικάζω:\обрекать на провал καταδικάζω σέ ἀποτυχία -
12 осечка
осеч||каж1. ἡ ἀφλογιστία ὀπλου:ружье дало \осечкаку τό ὀπλο ἐπαθε ἀφλογιστία·2. перен ἡ ἀτυχία, ἡ ἀποτυχία:давать \осечкаку перен ἀποτυχαίνω. -
13 приписывать
припи́с||ыватьнчсов1. (к письму и т. п.) προσθέτω (ὐστερόγραφο[ν])·2. (причислять) καταχωρώ, (ἐγ)γράφω·3. (кому-л., чему-л.) ἀποδίδω, φορτώνω, ἐπιρρίπτω:\приписыватьывать неудачу чьи́м-л. проискам ἀποδίδω τήν ἀποτυχία στίς μηχανορραφίες κάποιου* -
14 провал
провалм1. (яма) τό βαθούλωμα, τό βούλιαγμα, ὁ λάκκος·2. пере ἡ. ἡ ἀποτυχία· ◊ \провал в памяти τό κενό τής μνήμης. -
15 промах
промахм1. (при выстреле) ἡ ἀστο· χία, ἡ ἀστοχη βολή:дать \промах ἀστοχῶ·2. перен τό λάθος, τό σφάλμα / ἡ ἀποτυχία (неудача):сделать \промах κάνω γκάφα· ◊ он малый не \промах разг εἶναι τετραπέρατος. -
16 фиаско
фиаскос нескл. τό φιάσκο, ἡ ἀποτυχία:потерпеть \фиаско παθαίνω φιάσκο, ἀποτυγχάνω. -
17 неудача
[νιουντάτσα] ουσ. θ. αποτυχία -
18 провал
[πραβάλ] ουσ. α βαθούλωμα, βούλιαγμα, λάκκος (μεταφ.) αποτυχία -
19 фиаско
[φιάσκα] ουσ. ο. φιάσκο, αποτυχία -
20 неудача
[νιουντάτσα] ουσ θ αποτυχία
См. также в других словарях:
ἀποτυχία — ἀποτυχίᾱ , ἀποτυχία failure fem nom/voc/acc dual ἀποτυχίᾱ , ἀποτυχία failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίᾳ — ἀποτυχίᾱͅ , ἀποτυχία failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτυχία — η (AM ἀποτυχία) [αποτυχής] ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας αρχ. μσν. κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία … Dictionary of Greek
αποτυχία — η το να μη γίνει κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες μας: Η αποτυχία του αυτή τον είχε τσακίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτυχίας — ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία failure fem acc pl ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαι — ἀποτυχίᾱͅ , ἀποτυχία failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαν — ἀποτυχίᾱν , ἀποτυχία failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαις — ἀποτυχία failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίη — ἀποτυχία failure fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίην — ἀποτυχία failure fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίῃ — ἀποτυχία failure fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)